- περιαναστάς
- περϊαναστά̱ς , περί-ἀνίστημιmake to stand upaor part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιανίστημι — Α σηκώνω κάποιον από τον ύπνο, ξυπνώ («ῥίπτει βέλος... καὶ κοιμωμένου Σατύρου τυγχάνει, κἀκεῑνος περιαναστάς», Αππολλδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀνίστημι «σηκώνω, εγείρω κάποιον»] … Dictionary of Greek